ῥαντρίς

ῥαντρίς
ῥαν-τρίς, ίδος, ,= περιρραντήριον, IG7.3498.18 ([place name] Oropus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραντρίς — ίδος, ἡ, Α το περιρραντήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντήρ + κατάλ. τών θηλ. ουσ. τρίς (πρβλ. κεν τρίς, πλυν τρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”